- ασφουγγάριστος
- -η, -οεκείνος που δεν έχει καθαριστεί με σφουγγάρισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασφουγγάριστος — η, ο αυτός που δεν έχει καθαριστεί, δεν έχει πλυθεί: Ο διάδρομος κι η σκάλα ήταν ασφουγγάριστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)